αμβλυοπαθής

αμβλυοπαθής
ἀμβλυοπαθής, -ές (Μ)
αυτός που έπαθε αμβλύτητα, νωθρότητα, ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -παθὴς < ἔπαθον, πάσχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”